- παρείαν
- παρείᾱν , παρείαςreddish-brown snakemasc acc sg (attic epic doric aeolic)παρείᾱν , παρείηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρειάν — παρειά̱ν , παρειά cheek fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρείαν — Παρείᾱν , Παρείη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάπτω — (Α) 1. (για άγρια ζώα) καταβροχθίζω («λύκοι... οἵ τ ἔλαφον κεραὀν μέγαν... δάπτουσιν» λύκοι που καταβροχθίζουν μεγάλο ελάφι) 2. (για φωτιά) κατακαίω, κάνω στάχτη («Ἕκτορα πυρί δαπτέμεν» να κάνει τον Έκτορα η φωτιά στάχτη) 3. (για σκώρους και… … Dictionary of Greek
ευώψ — εὐὼψ, ῶπος, ο, η (Α) 1. αυτός που έχει ωραία μάτια, που είναι ωραίος στην όψη («εὐῶπα παρειάν», Σοφ.) 2. μτφ. επιθυμητός, ευτυχής, ευμενής («εὐῶπα ἀλκᾶν» ευμενή βοήθεια, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ωψ (< *ὤψ «όψη»), τ. που εμφανίζει την… … Dictionary of Greek